(ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΣΚΟΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΑΠΛΩΝ ΠΙΣΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ.
ΕΙΝΑΙ ΜΕΡΟΣ ΜΙΑΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΣΕ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΣΚΑΝΔΑΛΑ ΠΟΥ ΣΥΝΕΒΗΣΑΝ ΣΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ).
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------
ΤΑ ΣΙΜΩΝΙΑΚΑ
Τα Σιμωνιακά ήταν ένα πολιτικό και εκκλησιαστικό σκάνδαλο που ξέσπασε στην Αθήνα το 1875. Αφορούσε τη δωροδοκία δύο υπουργών της κυβέρνησης Δημητρίου Βούλγαρη από τέσσερις υποψήφιους μητροπολίτες.
Τα γεγονότα.
Εκείνη την περίοδο είχαν μείνει κενές τρεις μητροπόλεις: της Μεσσηνίας λόγω της εκλογής του Προκοπίου του Α΄ στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, της Κεφαλληνίας και των Πατρών. Ο τότε Υπουργός των Εκκλησιαστικών Ιωάννης Βαλασόπουλος μαζί με τον Υπουργό Δικαιοσύνης και γαμπρό του Δ. Βούλγαρη Βασίλειο Νικολόπουλο δωροδοκήθηκαν από τέσσερις υποψηφίους μητροπολίτες με υψηλά χρηματικά ποσά και άλλα δώρα (μετοχές, κοσμήματα), προκειμένου να πιέσουν την Ιερά Σύνοδο να τους εκλέξει στις χηρεύουσες μητροπόλεις. Η υπόθεση αυτή ήρθε στο φως πολύ γρήγορα, η συναλλαγή έγινε ευρύτερα γνωστή και ξέσπασε σκάνδαλο, παρά τα διαδικαστικά εμπόδια που έθεταν συνεχώς οι κατηγορούμενοι. Η επόμενη κυβέρνηση του πρωθυπουργού Χαριλάου Τρικούπη προώθησε τις ανακρίσεις για τη διαλεύκανση της υπόθεσης.
Η υπόθεση έλαβε μεγάλες διαστάσεις και συγκλόνισε την κοινή γνώμη, ενώ έγινε αφορμή για σκωπτικά σχόλια κατά της Εκκλησίας και για να κατηγορηθεί ο Αρχιεπίσκοπος εξαιτίας της στάσης του. Ο Εμμανουήλ Ροΐδης φέρεται να έγραψε: «Αν ουδέν άλλο προκύψει όφελος εκ της ανακρίσεως περί των επισκοπικών, η νεοελληνική γλώσσα θέλει τουλάχιστον πλουτισθή διά νέας λέξεως· εις τον μητροπολίτην δηλαδή θέλει προστεθεί και ο μιτροπωλητής».
Η δίκη.
Η Βουλή τελικά παρέπεμψε με βάση τον νέο τότε «νόμο περί ευθύνης υπουργών» στις 22 Δεκεμβρίου 1875 τους δύο Υπουργούς μαζί με τους εν τω μεταξύ εκλεγέντες μητροπολίτες Κεφαλληνίας Σπυρίδωνα Κομποθέκρα, Πατρών και Ηλείας Αβέρκιο Λαμπίρη και Μεσσηνίας Στέφανο Αργυριάδη στο Υπουργοδικείο: τον Ι. Βαλασόπουλο με τις κατηγορίες της δωροδοκίας και της εκβίασης, τον Β. Νικολόπουλο με την κατηγορία της συναυτουργίας σε δωροδοκία και τους μητροπολίτες με την κατηγορία της σιμωνίας. Οι υπουργοί μάλιστα προφυλακίστηκαν.
Η δίκη ξεκίνησε στις 26 Ιανουαρίου 1876 και ολοκληρώθηκε δύο μήνες μετά, στις 31 Μαρτίου. Συνολικά κατέθεσαν 109 μάρτυρες. Κατά τη διάρκεια της δίκης, οι δύο αλληλοκατηγορούμενοι υπουργοί έφτασαν έως του σημείου να ανταλλάσσουν ύβρεις και τελικά να γρονθοκοπηθούν. Όλοι οι κατηγορούμενοι, πλην ενός, κρίθηκαν ένοχοι κατά το κατηγορητήριο και καταδικάστηκαν: ο Ι. Βαλασόπουλος σε ποινή φυλάκισης ενός έτους, τριετή στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων και στην καταβολή 56.200 δραχμών υπέρ του πτωχοκομείου, ο Νικολόπουλος σε φυλάκιση δέκα μηνών και οι μητροπολίτες σε πρόστιμο διπλάσιο από το ποσό που ο καθένας είχε καταβάλει ως δωροδοκία. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ο επίσκοπος της Αργολίδας Τερζόπουλος είχε δώσει στον υπουργό Εκκλησιαστικών Βαλασόπουλο 42.000 δρχ για να εξασφαλίσει την έδρα του. Ο διευθυντής της Ιερατικής Σχολής Χαλκίδος Βαρθολομαίος Γεωργιάδης έδωσε 9.000 δρχ σε μεσάζοντα για να μιλήσει στον υπουργό. Ο επίσκοπος Κομποθέκρας έδωσε στο Βαλασόπουλο 10.000 δρχ για να πάρει την έδρα, άλλα για να υπογράψει το διάταγμα τού έδωσε άλλες 8.000 δρχ. Ένας από τους μητροπολίτες αντί για χρήματα είχε δώσει ένα ζευγάρι σκουλαρίκια και μια χρυσή καρφίτσα. Κάποιοι μητροπολίτες, μάλιστα, φυλακίστηκαν μέχρι να καταβάλουν τα ποσά που τους επιδικάστηκαν —τα οποία έφταναν συνολικά τις 92.400 δρχ., μεγάλο ποσό για τα δεδομένα της εποχής.
Η απόφαση του δικαστηρίου διαβιβάστηκε στην Ιερά Σύνοδο για να επιληφθεί της υπόθεσης από την πλευρά του Εκκλησιαστικού Δικαίου. Η Σύνοδος αποφάσισε στις 19 Απριλίου 1876 ότι δεν θεωρούσε μεν τις πράξεις αυτές σιμωνία κατά τους Ιερούς Κανόνες, έθεσε όμως παρ' όλα αυτά τους μητροπολίτες σε τριετή αργία από κάθε ιεροπραξία. Ο τότε Βασιλικός Επίτροπος (όπως λέγονταν τότε ο Εισαγγελέας) στη Σύνοδο, χωρίς τη σύμπραξη του οποίου δεν μπορούσε να ληφθεί καμιά απόφαση) Νικόλαος Δαμαλάς, καθηγητής Θεολογίας, αρνήθηκε να υπογράψει την απόφαση.
Το Υπουργείο Εκκλησιαστικών όμως έθεσε εκ νέου το ζήτημα στην Ιερά Σύνοδο και ύστερα από ενάμιση χρόνο, στις 19 Οκτωβρίου 1877, συνήλθε η τελευταία εκ νέου και ανέθεσε στον Επίσκοπο Φωκίδος να προτρέψει εν ονόματί της τους τρεις Αρχιερείς να υποβάλουν τις παραιτήσεις τους. Τελικά, όπως δήλωσαν στα σχετικά τους κείμενα, «οικεία βουλήσει και προαιρέσει προς κατάπαυσιν των σκανδάλων μεταξύ της Εκκλησίας και της Πολιτείας» παραιτήθηκαν στις 18 Νοεμβρίου 1877.
Τα Σιμωνιακά αποτελούσαν μέρος των πολιτικών σκανδάλων της εποχής, που χαρακτηρίστηκαν Στηλιτικά, επειδή ως «στηλίτες» κατηγορήθηκαν οι οπαδοί του Βούλγαρη, στιγματισμένοι δηλαδή κατά συνέχεια της αναγραφής ονομάτων στην ατιμωτική στήλη κατά σχετικό νόμο στην Αρχαία Αθήνα.
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης με την καυστική του πένα έγραψε: «Αν ουδέν άλλο προκύψει όφελος εκ της ανακρίσεως περί των επισκοπικών, η νεοελληνική γλώσσα θέλει τουλάχιστον πλουτισθή διά νέας λέξεως· εις τον μητροπολίτηνδηλαδή θέλει προστεθεί και ο μιτροπωλητής».
Τον Ιανουάριο 1882 ο Γεώργιος Σουρής έγραψε το σατιρικό του ποίημα, Δεσποτάδες
Ἡ μίτραις ἡ δεσποτικαῖς ἐβγῆκαν στὸ παζάρι,
λοιπὸν ἀμέσως λύσετε, Δεσπόταις, τὸ κεμέρι*,
ὅποιος θὰ δώσῃ πιὸ πολλά, ἐκεῖνος καὶ θὰ πάρῃ
τοῦ Ἐπισκόπου τὸ ραβδὶ στὸ ἅγιό του χέρι.
Λοιπὸν ἐμπρός, Δεσπόταις μου, εἰς τὴν δημοπρασία,
πρέπει νὰ δίνῃ κἄτι τι θαρρῶ κι' ἡ Ἐκκλησία.
Ὅσον παρᾶ θὰ δώσετε γιὰ τὸ Δεσποτιλίκι,
ὁ παντοδύναμος Θεὸς διπλὸ θὰ σᾶς τὸν δώσῃ...
Ἐκεῖνο τὸ φαρδὺ φαρδὺ Δεσποτικὸ μανίκι
πόσα καὶ πόσα πράγματα δὲν εἰμπορεῖ νὰ χώσῃ!
Γιὰ σᾶς ἡ μίτραις ἡ βαριαῖς, γιὰ σᾶς τὰ πετραχήλια,
γιὰ σᾶς οἱ πολυέλαιοι καὶ τὰ χρυσᾶ καντήλια.
Πόσος παρᾶς, πόση τιμὴ καὶ δόξα σᾶς προσμένει!
Καὶ μὲ τὸν ὕψιστο Θεὸ ἀκόμα θὰ μιλᾶτε,
αὐτὸς θὰ σᾶς μυριπλουτῇ, αὐτὸς θὰ σὰς παχαίνῃ,
καὶ ἕνα βῷδι μόνοι σας θ' ἀντέχετε νὰ φᾶτε.
Ἡ μίτρα στὸ κεφάλι σας ἀκτῖνες θὰ σκορπίζῃ,
κι' ὁ διᾶκος μὲ τὸ θυμιατὸ θὲ νὰ σᾶς λιβανίζῃ.
- Πολλὰ τὰ ἔτη, Δέσποτα, θέλω παππᾶς νὰ γίνω...
- Πιστεύω πὼς δὲν ἔρχεσαι μὲ χέρια ἀδειανά,
- Ἂς χειροτονηθῶ παππᾶς, καὶ ὅσα θὲς σοῦ δίνω,
ὡς τόσο πάρε κάμποσα, Δεσπότη μου, λιανά.
Καὶ ὁ δεσπότης τὸν παππᾶ ἀπ' τὰ μαλλιὰ ἁρπάζει,
καὶ Ἄ ξ ι ο ς καὶ Ἄ ξ ι ο ς ὁ κόσμος τοῦ φωνάζει.
- Πολλὰ τὰ ἔτη, Δέσποτα... ἔλα στὸ τάδε σπίτι,
μιὰν ὤμορφη ἀρχόντισσα νὰ ἐξομολογήσῃς...
- Ἔλα νὰ θάψῃς, Δέσποτα, τὸν τάδε μακαρίτη,
- Ἔλα τοῦ δεῖνα ἄρχοντα τὸ Δράκο νὰ βαπτίσῃς.
- Ἔλα νὰ κάμῃς ἁγιασμὸ καὶ νὰ μᾶς μνημονέψῃς.
- Ἔλα καὶ μιᾶς Μαγδαληνῆς τὸν πόνο νὰ γιατρέψῃς.
- Πάρε αὐτὸ τὸ βούτυρο, πάρε κι' αὐτὸ τὸ μέλι,
πάρε κουρμάδες**, κάστανα καὶ λάδι δυὸ τουλούμια...
ὁ γέρο παππᾶ Γιακουμῆς γιὰ δῶρο σοῦ τὰ στέλλει,
σοῦ στέλλει κι' ὁ παππᾶ Φωκᾶς δέκα κουτιὰ λουκούμια.
- Ἔλα μαζί μας, Δέσποτα, νὰ φᾷς καὶ νὰ γλεντήσῃς,
καὶ σήκωσε τὸ χέρι σου γιὰ νὰ μᾶς εὐλογήσῃς.
Ὅπου πατήσῃς, Δέσποτα, ἐκεῖ κι' ἡ εὐτυχία,
Μαγδαληναῖς ἀπὸ μπροστὰ καὶ διᾶκοι ἀπὸ πίσω,
οἱ ἄγγελοι τριγύρω σου πετοῦνε μ' ἁρμονία,
καὶ ὅταν ψάλλῃς, σοῦ βαστοῦν τὰ Χερουβεὶμ τὸ ἴσο.
Κι' ἐδῶ ἡ καλοπέρασις, παρᾶς, τιμὴ μεγάλη,
καὶ βασιλεία οὐρανῶν εἰς τὴν ζωὴν τὴν ἄλλη.
Ἐμπρὸς λοιπὸν μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν δύναμι, Δεσπόταις,
συλλογισθῆτε τῇς τιμαῖς καὶ τὰ καλὰ τὰ τόσα,
τὸν κύριον ἡμῶν Χριστόν, τῇς πάπιαις καὶ τῇς κότταις,
καὶ τὸ πουγγί σας λύσετε καὶ δῶστε ὅσα ὅσα.
Ἔ! ἀλὰ οὔνα, ἀλὰ τρέ, εἰς τὴν δημοπρασία,
γιὰ νὰ μὴ χάσετε καὶ σεῖς κι' ἐμεῖς κι' ἡ Ἐκκλησία.
λοιπὸν ἀμέσως λύσετε, Δεσπόταις, τὸ κεμέρι*,
ὅποιος θὰ δώσῃ πιὸ πολλά, ἐκεῖνος καὶ θὰ πάρῃ
τοῦ Ἐπισκόπου τὸ ραβδὶ στὸ ἅγιό του χέρι.
Λοιπὸν ἐμπρός, Δεσπόταις μου, εἰς τὴν δημοπρασία,
πρέπει νὰ δίνῃ κἄτι τι θαρρῶ κι' ἡ Ἐκκλησία.
Ὅσον παρᾶ θὰ δώσετε γιὰ τὸ Δεσποτιλίκι,
ὁ παντοδύναμος Θεὸς διπλὸ θὰ σᾶς τὸν δώσῃ...
Ἐκεῖνο τὸ φαρδὺ φαρδὺ Δεσποτικὸ μανίκι
πόσα καὶ πόσα πράγματα δὲν εἰμπορεῖ νὰ χώσῃ!
Γιὰ σᾶς ἡ μίτραις ἡ βαριαῖς, γιὰ σᾶς τὰ πετραχήλια,
γιὰ σᾶς οἱ πολυέλαιοι καὶ τὰ χρυσᾶ καντήλια.
Πόσος παρᾶς, πόση τιμὴ καὶ δόξα σᾶς προσμένει!
Καὶ μὲ τὸν ὕψιστο Θεὸ ἀκόμα θὰ μιλᾶτε,
αὐτὸς θὰ σᾶς μυριπλουτῇ, αὐτὸς θὰ σὰς παχαίνῃ,
καὶ ἕνα βῷδι μόνοι σας θ' ἀντέχετε νὰ φᾶτε.
Ἡ μίτρα στὸ κεφάλι σας ἀκτῖνες θὰ σκορπίζῃ,
κι' ὁ διᾶκος μὲ τὸ θυμιατὸ θὲ νὰ σᾶς λιβανίζῃ.
- Πολλὰ τὰ ἔτη, Δέσποτα, θέλω παππᾶς νὰ γίνω...
- Πιστεύω πὼς δὲν ἔρχεσαι μὲ χέρια ἀδειανά,
- Ἂς χειροτονηθῶ παππᾶς, καὶ ὅσα θὲς σοῦ δίνω,
ὡς τόσο πάρε κάμποσα, Δεσπότη μου, λιανά.
Καὶ ὁ δεσπότης τὸν παππᾶ ἀπ' τὰ μαλλιὰ ἁρπάζει,
καὶ Ἄ ξ ι ο ς καὶ Ἄ ξ ι ο ς ὁ κόσμος τοῦ φωνάζει.
- Πολλὰ τὰ ἔτη, Δέσποτα... ἔλα στὸ τάδε σπίτι,
μιὰν ὤμορφη ἀρχόντισσα νὰ ἐξομολογήσῃς...
- Ἔλα νὰ θάψῃς, Δέσποτα, τὸν τάδε μακαρίτη,
- Ἔλα τοῦ δεῖνα ἄρχοντα τὸ Δράκο νὰ βαπτίσῃς.
- Ἔλα νὰ κάμῃς ἁγιασμὸ καὶ νὰ μᾶς μνημονέψῃς.
- Ἔλα καὶ μιᾶς Μαγδαληνῆς τὸν πόνο νὰ γιατρέψῃς.
- Πάρε αὐτὸ τὸ βούτυρο, πάρε κι' αὐτὸ τὸ μέλι,
πάρε κουρμάδες**, κάστανα καὶ λάδι δυὸ τουλούμια...
ὁ γέρο παππᾶ Γιακουμῆς γιὰ δῶρο σοῦ τὰ στέλλει,
σοῦ στέλλει κι' ὁ παππᾶ Φωκᾶς δέκα κουτιὰ λουκούμια.
- Ἔλα μαζί μας, Δέσποτα, νὰ φᾷς καὶ νὰ γλεντήσῃς,
καὶ σήκωσε τὸ χέρι σου γιὰ νὰ μᾶς εὐλογήσῃς.
Ὅπου πατήσῃς, Δέσποτα, ἐκεῖ κι' ἡ εὐτυχία,
Μαγδαληναῖς ἀπὸ μπροστὰ καὶ διᾶκοι ἀπὸ πίσω,
οἱ ἄγγελοι τριγύρω σου πετοῦνε μ' ἁρμονία,
καὶ ὅταν ψάλλῃς, σοῦ βαστοῦν τὰ Χερουβεὶμ τὸ ἴσο.
Κι' ἐδῶ ἡ καλοπέρασις, παρᾶς, τιμὴ μεγάλη,
καὶ βασιλεία οὐρανῶν εἰς τὴν ζωὴν τὴν ἄλλη.
Ἐμπρὸς λοιπὸν μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν δύναμι, Δεσπόταις,
συλλογισθῆτε τῇς τιμαῖς καὶ τὰ καλὰ τὰ τόσα,
τὸν κύριον ἡμῶν Χριστόν, τῇς πάπιαις καὶ τῇς κότταις,
καὶ τὸ πουγγί σας λύσετε καὶ δῶστε ὅσα ὅσα.
Ἔ! ἀλὰ οὔνα, ἀλὰ τρέ, εἰς τὴν δημοπρασία,
γιὰ νὰ μὴ χάσετε καὶ σεῖς κι' ἐμεῖς κι' ἡ Ἐκκλησία.